Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
ὀρνιθοκόος
-
1 ορνιθοκόος
-
2 ὀρνιθοκόος
ὀρνῑθο-κόος, ον,A understanding birds, EM632.18, as etym. of ὀρνιθοκλόος, cf. Phot. ὀρνιθοκλόνοι· ὀρνιθοσκόποι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρνιθοκόος
Look at other dictionaries:
ορνιθοκόος — ὀρνιθοκόος, ον (Α) αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση τής κραυγής ή τού πετάγματος τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κόος (< κοῶ «ακούω»)] … Dictionary of Greek
ὀρνιθοκόος — understanding birds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοκλόος — ὀρνιθοκλόος, ον (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ορνιθοκόος* … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek