Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
ὀρνεόβρωτος
-
1 ορνεόβρωτος
-
2 ὀρνεόβρωτος
ὀρνεό-βρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρνεόβρωτος
Look at other dictionaries:
ορνεόβρωτος — ὀρνεόβρωτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από όρνεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + βρωτός (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριό βρωτος] … Dictionary of Greek
ὀρνεόβρωτος — eaten by birds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek