Translation: from greek to russian
from russian to greekἔμ-βᾰρος
-
1 βάρος
{сущ., 6}тяжесть, тягость, бремя, груз, обуза; перен. весомость, слава, важность, достоинство, сила, мощь.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βάρος
-
2 βάρος
{сущ., 6}тяжесть, тягость, бремя, груз, обуза; перен. весомость, слава, важность, достоинство, сила, мощь.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βάρος
-
3 βαρος
1) тяжесть, вес(στολῆς Xen.; β. καὴ κουφότης Arst.)
2) груз, кладь(τὰ βάρη καὴ τὰ ἐπιτήδεια Polyb.)
3) бремя, обуза(σιγῆς Soph.; συμφορᾶς Eur.)
4) ощущение тяжести(ἐν τοῖς σκέλεσι Plat.; κεφαλῆς πόνος καὴ β. Arst.)
5) тяжесть, обременительность(τῶν φόρων Polyb.)
6) множество, обилие(ὄλβου Eur.; πλούτου Plut.)
7) сила, мощь(στρατοπέδων, συντάξεως Polyb.)
8) вес, вескость, достоинство, серьезность(λόγοι β. καὴ δηγμὸν ἔχοντες Plut.)
-
4 βάρος
тяжесть, тягость, бремя, груз, обуза; перен. весомость, слава, важность, достоинство, сила, мощь; син. (ὄγκος), (φορτίον); βάρος употр. о непосильной тяжести, о грузе, который очень тяжело нести, φορτίον говорит о грузе посильном для человека и соразмерном его силе.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βάρος
-
5 βάρος
(πλ. βάρη, βάρητα) τό1) тяжесть; τό κέντρο τού -
6 βάρος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βάρος
-
7 βάρος
[варос] ουσ ο тяжесть, груз, вес. -
8 καιαρ
-
9 βάρητα
Look at other dictionaries:
βᾶρος — spice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… … Dictionary of Greek
βάρος — [варос] ουσ. о. тяжесть, груз, вес … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… … Dictionary of Greek
Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρους — βάρος weight neut gen sg (attic epic doric) βά̱ρους , βᾶρος spice masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)