Translation: from greek
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
ἐπωνυμίᾳ
-
1 επωνυμία
ἐπωνυμίᾱ, ἐπωνύμιοςcalled after: fem nom /voc /acc dualἐπωνυμίᾱ, ἐπωνύμιοςcalled after: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἐπωνυμίᾱ, ἐπωνυμίαderived: fem nom /voc /acc dualἐπωνυμίᾱ, ἐπωνυμίαderived: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐπωνυμίᾱͅ, ἐπωνύμιοςcalled after: fem dat sg (attic doric aeolic)ἐπωνυμίαι, ἐπωνυμίαderived: fem nom /voc plἐπωνυμίᾱͅ, ἐπωνυμίαderived: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 επωνυμια
ἥ1) название, наименование, прозвище, имяἐπωνυμίαν θέσθαι Aeschin., Arst. — дать наименование;
ἔχειν ἐπωνυμίαν ἀπό или ἐπί τινος, тж. καλεῖσθαι ἐπωνυμίην ἐπί τινος или κατὰ ἐπωνυμίαν τινὸς κεκλῆσθαι Her. — быть прозванным по чему-л.;ἐπωνυμίαν ἔχειν σμικρὸς εἶναι Plat. — называться маленьким;ἐπωνυμίην Her. — по имени;Ἡρακλῆς Ὀλύμπιος ἐπωνυμίην Her. — Геракл, по прозвищу Олимпийский2) носитель имениτοῦ κάλλους ἐ. Plat. — то, что носит имя красоты
-
3 ἐπωνυμία
Βλ. λ. επωνυμία -
4 επωνυμία
η, επωνύμιον τό1) прозвище, кличка; 2) название, наименование организации -
5 επωνυμία
[эпонимиа] ουσ θ прозвище, название. -
6 ἐπωνυμία
A derived or significant name, as Ἔπαφος, A.Supp.45 (lyr.); Πολυνείκης, Id.Th. 829 (lyr.); ἐ. ποιεῖσθαι ἀπό or ἐπί τινος, Hdt.2.42, 1.94 ;ὅθεν ἔθεντο τὰς ἐ. Id.4.45
; ἔχειν ἐ. ἐπί τινος ibid.;καλεῖσθαι ἐ. ἐπί τινος Id.1.14
;κατὰ τὴν ἐ. τινὸς κληθῆναι Id.1.173
; ἐ. ἔχειν or σχεῖν τινός, Id.4.15, Pl.Criti. 114a ; ἐ. ἀπό τινος ἔχειν, ἐγκαταλιπεῖν, λαβεῖν, Hdt.7.121, Th.2.102, Pl.Phdr. 238c ; τῆς θεοῦ ἐπωνυμίας ἄξιος the name derived from her, Id.Lg. 626d ; τὴν τῇδε ἐ. αὐτοῦ its namesake here, Id.Phdr. 250e ;ἐ. ἀφ' ἑαυτῶν παρέχεσθαι Th.1.3
; but ἐ. σχεῖν χώρας to have the naming of it, i.e. have it named after one, ib.9 ;ἐ. τινὶ Μαργίτην τίθεσθαι
as a nickname,Aeschin.
3.160 ;προσείληφε τὴν ἐ...συκοφάντης Id.2.99
;ἔχουσα τὴν ἐ. τὴν τοῦ ὃ ἔστιν Pl.Phd. 92d
: folld. by inf., ἐ. ἔχει σμικρός τε καὶ μέγας εἶναι he has the name of being, ib. 102c ;ἀποβαιεῖν τὴν ἐ. τὸ.. καλὸς κἀγαθὸς κεκλῆσθαι X.Oec.12.2
;ἐ. ἔχοντος Θασίου εἶναι Hdt.2.44
: acc. as Adv., Ὀλυμπίῳ ἐπωνυμίην θύειν by surname, ibid.;ἀπὸ τῆς κυψέλης ἐ. Κύψελος οὔνομα ἐτέθη Id.5.92
.έ.2 generally, name, title,θεῶν -ίαι Id.2.4
, cf. Pl.R. 394a, PHal.1.251 (iii B.C.), etc.;συγγραμμάτων Sor.Vit.Hippocr.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπωνυμία
-
7 ἐπωνυμία
ἐπ-ωνυμία, ἡ, u. ἐπ-ωνύμιον, τό, der Zuname, Beiname, Benennung nach einer Sache, οἳ δῆτ' ὀρϑῶς κατ' ἐπωνυμίαν καὶ πολυνεικεῖς ὤλοντο, mit Anspielung auf den Namen Polynices; mit pleonastischem εἶναι, ἱερὸν Ἡρακλέος ἐπωνυμίην ἔχοντος Θασίου εἶναι, der.der Thasische heißt, eigtl. der den Beinamen hat, der Th. zu sein; ἀφ' ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσϑαι, nach sich den Namen geben; mit dem bloßen gen., τὰ ἄστρα ἔοικε τῆς ἀστραπῆς ἐπωνυμίαν ἔχειν, scheinen nach dem Blitze benannt zu sein; ἐπωνυμίαν, mit Beinamen, mit Namen -
8 επωνυμία
appellationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επωνυμία
Look at other dictionaries:
ἐπωνυμία — ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίᾳ — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίαι , ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωνυμία — επωνυμία, η και επωνύμιο, το 1. πρόσθετη ονομασία προσώπων ή πραγμάτων: Παναγία Λαοδηγήτρια. 2. διακριτικό όνομα σωματείου ή άλλου νομικού προσώπου, επονομασία, τίτλος, φίρμα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 3. το παρατσούκλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… … Dictionary of Greek
ἐπωνυμίας — ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίαι — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίαν — ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνύμιος called after fem acc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνυμία derived fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορία — Επωνυμία της Αθηνάς και της Άρτεμης. Σύμφωνα με την παράδοση, η επωνυμία αυτή οφείλεται σε κάποιον Προίτο, τον οποίο βοήθησε η Άρτεμη να βρει τις κόρες του που είχαν φύγει και τις συνέτισε η Αθηνά. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Προίτος έχτισε ναούς… … Dictionary of Greek
Αισώνιος — Επωνυμία του Ιάσονα, που σημαίνει γιος του Αίσωνα. Η λέξη αναφέρεται σε έμμετρη επιγραφή που βρέθηκε στη Θεσσαλία και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας. Από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο Ιάσονας λατρευόταν στην περιοχή μαζί με… … Dictionary of Greek
ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… … Dictionary of Greek
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek