Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
Ἀρηίθοος
-
1 Αρηίθοος
-
2 αρηίθοος
-
3 Ἀρηΐθοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρηΐθοος
-
4 ἀρηίθοος
ἀρηί - θοος (Ἄρης, θοός): swift in battle. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρηίθοος
-
5 Ἀρηίθοος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀρηίθοος
Look at other dictionaries:
Ἀρηίθοος — Ἀρηΐθοος , Ἀρηΐθοος swift in war masc nom sg Ἀρηίθοος swift in war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρηίθοος — ἀρηΐθοος , ἀρηίθοος swift in war masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρηΐθοος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας του Μενεσθίου, βασιλιά της Άρνης στη Βοιωτία, σύζυγος της Φιλομεδούσης. Εισέβαλε στην Πελοπόννησο εναντίον των Αρκάδων και εκεί ο Λυκούργος τον σκότωσε με δόλο. 2. Ηνίοχος του Ρίγμου, συμμάχου των Τρώων.… … Dictionary of Greek
Ἀρηίθοον — Ἀρηΐθοον , Ἀρηΐθοος swift in war masc acc sg Ἀρηίθοος swift in war masc/fem acc sg Ἀρηίθοος swift in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρηιθόοιο — Ἀρηϊθόοιο , Ἀρηΐθοος swift in war masc gen sg (epic) Ἀρηίθοος swift in war masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρηιθόου — Ἀρηϊθόου , Ἀρηΐθοος swift in war masc gen sg Ἀρηίθοος swift in war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρηιθόων — Ἀρηϊθόων , Ἀρηΐθοος swift in war masc gen pl Ἀρηίθοος swift in war masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρηιθόῳ — Ἀρηϊθόῳ , Ἀρηΐθοος swift in war masc dat sg Ἀρηίθοος swift in war masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρηίθοοι — Ἀρηΐθοοι , Ἀρηΐθοος swift in war masc nom/voc pl Ἀρηίθοος swift in war masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρηίθοον — ἀρηΐθοον , ἀρηίθοος swift in war masc/fem acc sg ἀρηΐθοον , ἀρηίθοος swift in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρηίθους — ἀρηΐθους , ἀρηίθοος swift in war masc/fem nom pl ἀρηΐθους , ἀρηίθοος swift in war masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)