Translation: from greek to russian
from russian to greekἄγευστος
-
1 αγευστος
21) не попробовавший, не отведавший, не испытавший(τινος Aesch., Plat., Arst., Plut.)
ἰχθύων ἄγευστος Luc. — (даже) не пробовавший рыб;οἷσι κακῶν ἄ. αἰών Soph. — (те), которые никогда в жизни не изведали несчастий2) ничего не евший(ἄποτος καἰ ἄ. Luc.)
3) лишенный вкусовых свойств, безвкусный(τὸ γευστὸυ καὴ ἄγευστον Arst.)
4) не попробованный, не отведанный(τροφή Plut.)
πειρᾶσθαι τῶν ἀγεύστων πρότερον Plut. — пробовать то, что прежде в пищу не употреблялось -
2 άγευστος
ος, ον1) безвкусный (о пище); 2) несведущий, незнающий; неопытный; 3) ничего не евший, голодный -
3 άγευστος
[агевстос] εχ. безвкусный.
Look at other dictionaries:
ἄγευστος — not tasting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν … Dictionary of Greek
άγευστος — η, ο 1. αυτός που δεν ικανοποιεί τη γεύση, άνοστος: Τα φαγητά ήταν άγευστα. 2. άπειρος, αμέτοχος: Είχε την ατυχία να είναι άγευστος από κλασική παιδεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγευστος — [агевстос] εχ. безвкусный … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
ἄγευστον — ἄγευστος not tasting masc/fem acc sg ἄγευστος not tasting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστοις — ἄγευστος not tasting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστου — ἄγευστος not tasting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστους — ἄγευστος not tasting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεύστων — ἄγευστος not tasting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγευστα — ἄγευστος not tasting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγευστε — ἄγευστος not tasting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)