Translation: from greek
- From greek to:
- English
ἄγευστοι
-
1 άγευστοι
Look at other dictionaries:
ἄγευστοι — ἄγευστος not tasting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχαίνω — ἐπιχαίνω (Α) [χαίνω] 1. χάσκω, κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα («ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ», Λουκιαν.) 2. επιθυμώ με πάθος κάτι 3. κοροϊδεύω, πειράζω κάποιον … Dictionary of Greek