Translation: from greek
- From greek to:
- All languages
- English
- Russian
ἀπερείσιος
-
1 απερείσιος
ἄπερεισιςfem gen sg (epic doric ionic aeolic)ἀπέρεισιςleaning upon: fem gen sg (epic doric ionic aeolic)ἀπερείσιοςcountless: masc /fem nom sg (epic) -
2 απερεισιος
-
3 ἀπερείσιος
ἀπερείσιος, ον,A = ἀπειρέσιος (q.v.); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.;ἕδνα 16.178
;δῶρα A.R.1.419
;ἄλγος AP7.363
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερείσιος
-
4 ἀπερείσιος
ἀπερείσιος: see ἀπειρέσιος.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπερείσιος
-
5 ἀπερείσιος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπερείσιος
Look at other dictionaries:
απερείσιος — ἀπερείσιος, ον (Α) βλ. απειρέσιος … Dictionary of Greek
ἀπερείσιος — ἄπερεισις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀπέρεισις leaning upon fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιος countless masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερείσιον — ἀπερείσιος countless masc/fem acc sg (epic) ἀπερείσιος countless neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερείσια — ἀπερείσιος countless neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερείσι' — ἀπερείσιι , ἄπερεισις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιε , ἄπερεισις fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιι , ἀπέρεισις leaning upon fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀπερείσιε , ἀπέρεισις leaning upon fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος … Dictionary of Greek