Translation: from greek to english
from english to greekἀξίωμα
-
1 αξίωμα
-
2 ἀξίωμα
-ατος τό N 3 1-0-0-8-2=11 Ex 21,22; Ps 118(119),170; Est 5,3.7; 7,2judicial assessment Ex 21,22; request, petition 1 Ezr 8,4; dignity, rank 2 Mc 4,31Cf. LE BOULLUEC 1989, 220; WEVERS 1990, 334 -
3 ἀξίωμα
A that of which one is thought worthy, an honour,γάμων.. ἀξίωμ' ἐδέξατο E. Ion62
; οἳ τὰς πόλεις ἔχουσι κἀξιώματαib. 605;κοινῆς τραπέζης ἀ. ἔχειν Id.Or.9
; τὸ τῆς πόλεως ἀ. the dignity of the city's representative, D.18.149.2 honour, reputation, E.Supp. 424, Th.2.65, etc.;ὢν ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν Id.6.15
;τὸ τῶν ἐλευθέρων γυναικῶν ἀ. D.59.113
: c. gen. objecti, ἀ. ἔχειν ἀρετῆς claim on ground of merit, Arist.Pol. 1281b25.4 of things, worth, quality,οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀ. Th.5.8
.5 concrete, things of dignity, Philostr.VS2.5.4.II that which is thought fit, decision, decree, , cf. 1459;τὰ τῶν προγόνων ἀ. D.18.210
;ἀ. κενὰ καὶ νομοθεσίαι Epicur.Ep.2p.36U.
2 in Science, that which is assumed as the basis of demonstration, selfevident principle, Arist.Metaph. 997a7, 1005b33, APo. 72a17, Polystr. p.16 W.:—Math., axiom, Arist.Metaph. 1005a20, etc.; philosophical doctrine, τὸ Ζήνωνος ἀ. ib. 1001b7, cf. Xen. 979b22; logical proposition, Chrysipp.Stoic.2.53,63, etc. -
4 αξίωμα
axiomΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αξίωμα
Look at other dictionaries:
αξίωμα — το сан, чин, должность, достоинство: ιερατικό αξίωμα священный сан Этим. см. αξιώνω … Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко)
ἀξίωμα — that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… … Dictionary of Greek
αξίωμα — το, ατος 1. κάποια ανώτερη θέση στην κοινωνία ή την πολιτεία: Στη ζωή του είχε πάρει πολλά αξιώματα. 2. γνώμη με γενικό κύρος: Ως αξίωμά του είχε να περάσει άγνωστος τη ζωή του. 3. (μαθημ. λογ.), πρόταση φανερή από μόνη της, που δεν αποδείχνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξίωμα — [аксиома] ουσ. о. достоинство, звание … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… … Dictionary of Greek
καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… … Dictionary of Greek
τἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐξίωμι , ἔξειμι 2 sum pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμι , ἐξίημι send out pres subj act 1st sg (epic) ἐξίωμαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀξίωμα — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίωμ' — ἀξίωμα , ἀξίωμα that of which one is thought worthy neut nom/voc/acc sg ἀ̱ξίωμαι , ἀξιόω think perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)