Translation: from greek
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
ἀναπλάκητος
-
1 αναπλακητος
Soph. v. l. = ἀναμπλάκητος См. αναμπλακητος -
2 ἀναπλάκητος
ἀναπλάκητος, ον,A = ἀναμπλάκητος, q.v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπλάκητος
-
3 ἀναπλάκητος
Look at other dictionaries:
αναπλάκητος — ἀναπλάκητος, ον (Α) βλ. ἀναμπλάκητος … Dictionary of Greek