Translation: from greek
- From greek to:
- English
ἀλύων
-
1 αλύων
Look at other dictionaries:
ἀλύων — ἄλυς agitation fem gen pl ἀλύω to be deeply stirred pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek