Translation: from greek to german
- From greek to:
- All languages
- English
- Russian
- Turkish
πλοίου
-
1 πρύμνα
πρύμνα, ἡ, ion. u. ep. πρύμνη, welche Form auch die ältern Attiker brauchten, vgl. Phryn. in B. A. 66, 23 u. Lob. Phryn. 331; eigtl. fem. von πρυμνός, statt πρυμνὴ ναῦς, das äußerste Hinterende des Schiffes, Schiffshintertheil, Schiffsspiegel; πρύμνη νηὸς ἀείρετο, Od. 13, 84; auch νηὸς ἀπὸ πρύμνης, Il. 15, 435; πρύμνης νεὸς ἥψατο, ib. 704; u. adjectivisch, νηῒ πάρα πρύμνῃ, 7, 383, wo man πρυμνῇ accentuirt erwarten sollte, vgl. 11, 600. 16, 286 Od. 2, 417. 12, 411; μὴ νηυσὶν ἐπὶ πρύμνῃσι μάχωνται, Il. 8, 475; ἐν πρύμνᾳ, Pind. P. 4, 194; ἁλίαισιν πρύμναις, Ol. 9, 73; übtr., ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν, Aesch. Spt. 2; ὃ καὶ περὶ πρύμναν πόλεως καχλάζει, 742, vgl. Suppl. 340; εἰς πρύμνην, Soph. Phil. 480. 1437, wie jetzt des Metrums wegen für πρύμναν geschrieben wird; Eur. oft; πρύμναν ἀνακρούεσϑαι, rückwärts rudern, so daß das Vordertheil des Schiffes dem Feinde zugekehrt bleibt und das Hintertheil des Schiffes vorangeht, sich allmälig zurückziehen, ohne den Rücken zu kehren, Ar. Vesp. 397, wo der Schol. sagt ὅταν μετακαϑίσαντες οἱ ἐρέται ἐλαύνοιεν ὀπίσω ἐπὶ τὴν πρύμναν u. anführt, daß dies bes. beim Einlaufen in den Hafen geschehe, damit das Schiff nachher, ohne umzuwenden, abfahren könne (vgl. κρούω u. Her. 8, 84), τὴν πρύμναν τοῠ πλοίου, Plat. Phaed. 58 ac; Folgde; ἕπεσϑαί τινι κατὰ πρύμναν, Pol. 1, 49, 11; übh. Hintertheil, Hinterende von jedem Körper, Valck. Her. 8, 84.
-
2 στέφω
στέφω, rings od. dicht umgeben (vgl. Buttm. Lexil. I p. 96), umhüllen, umschließen; ἀμφὶ δέ οἱ κεφαλῇ νέφος ἔστεφε, rings um das Haupt hüllte sie ihm eine dichte Wolke, Il. 18, 205; übertr., ϑεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει, ein Gott umhüllt die unansehnliche Gestalt mit Redegabe, so daß jene vor dieser verschwindet, Od. 8, 170; λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει, sie über ihn ausgießen, Soph. Ant. 427; τύμβον λοιβαῖσι καὶ καροτόμοις χλιδαῖς στέψαντες, El. 53; vgl. Aesch. Ch. 93, τοῖσι πέμπ ουσιν τάδε στέφη; u. Eur. Or. 1321, τὸν τάφον στέψασα καὶ σπείσασα νερτέροις χοάς; überall der ursprüngliche Begriff des Umgebens festzuhalten. – Gew. kränzen, bekränzen; vielleicht ist so schon Hesiod. O. 75 zu nehmen, ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνϑεσιν εἰαρινοῖσι, welche Stelle übrigens mit ihrer Umgebung für unächt gehalten wird; αἰδοῠ σὺ πρύμναν πόλεος ὧδ' ἐστεμμένην, Aesch. Suppl. 340; Eum. 44; u. übh. ehren, ὅπως αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶ στέφωμεν ἢ τὰ νῠν δωρούμεϑα, Soph. El. 450; καί σε παγχρύσοις ἐγὼ στέψω λαφύροις, Ai. 93; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; σὲ ἐπὶ κάρα στέψουσι καλλικόμαν πλόκαμον, I. A. 1080; ἐπειδὰν ὁ ἱερεὺς τοῠ Ἀπόλλωνος στέψῃ τὴν πρύμναν τοῠ πλοίου, Plat. Phaed. 58 c; ἐρίῳ στέψαντες, Rep. III, 398 a, s. oben; Luc. vrbdt στέφεσϑαι τὰ Ὀλύμ πια, de merced. cond. 13.
-
3 φορτο-στόλος
φορτο-στόλος, πλοίου ἐμπορικοῦ, ein befrachtetes Handelsschiff abschickend, Maneth. 4, 134.
-
4 χειμάζω
χειμάζω, a) trans., – 1) dem Winter od. dem Frost aussetzen, pass. dem Winter od. Frost ausgesetzt sein, im Winter od. Frost ausdauern, überwintern; χειμασϑέντα δένδρα Theophr., wie χειμασϑῆναι χειμῶσιν ὡραίοις καὶ καλοῖς, von Bäumen, die in guten, gelinden Wintern durchkommen, id. – Auch = in Winterwohnungen, Winterquartiere bringen, pass. die Winterquartiere beziehen, sich im Winterlager befinden. – 2) Sturm erregen, durch Sturm und Ungewitter beunruhigen, ϑεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος Soph. O. C. 1500; auch übertr., durch Gefahren, Drangsal, Unglück beunruhigen, in heftige Gemüthsbewegung versetzen, u. pass. bestürmt, bedrängt werden; τίνα φῶ λεύσσειν τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενον Aesch. Prom. 562, vgl. 840; ὡς τόδ' αἷμα χειμάζον πόλιν Soph. O. R. 101; ἄλλῃ ἐν τύχῃ χειμάζομαι Eur. Hipp. 315; χειμάζεται δόμων ὄλβος Ion 966; χειμασϑεῖσα πόλις Suppl. 287; sp. D., οὐκ ἔστι γήμας ὅςτις οὐ χειμάζεται Ep. ad. 405 (X, 116); ταῖς σαῖς ἀπειλαῖς, αἷς ἐχειμάσϑην τοτε Soph. Ant. 387; χειμαζομένη πόλις Ar. Ran. 361; im eigentlichen Sinne, χειμασϑεὶς ἀνέμῳ, Thuc. 8, 99, u. öfter; ἐν ϑαλάττῃ χειμαζομένου πλοίου Plat. Ion 540 b; u. übtr., χειμαζόμεϑα γὰρ ὄντως ὑπ' ἀπορίας ἐν τοῖς νῠν λόγοις Phil. 29 b, vgl. Lach. 194 c; ὅταν ἐν στρατείαις ἢ νόσοις ἢ ἐν ϑαλάττῃ χειμάζωνται Theaet. 170 a; χειμασϑεὶς ὑπὸ ταραχῆς Polit. 273 d; Sp., wie Pol. 3, 102, 5. – Auch = einen heftigen Fieberanfall haben, Lob. Phryn. 387. – b) intrans., im Winterlager, Winterquartier sein, überwintern; Her. 8, 133; Xen. Hell. 1, 2, 15; Plut. Pyrrh. 30; – stürmisch sein, ἐπί τινα, auf Einen losstürmen, Plut. reg. apophth. Fab. max. – Auch impers., χειμάζει, es stürmt, ist stürmische Witterung, Her. 7, 191, Xen. Oec. 8, 16.
-
5 κύδαρος
-
6 κεραία
κεραία, ἡ, Horn (κέρας), Geweih, des Hirsches Nic. Th. 36; jede hornartige Hervorragung, Spitze, bes. – 1) Segelstange, Raa, auch κέρας genannt, Att. Ssew. S. 129 ff.; Moeris erkl. es für attisch statt κέρας πλοίου, ϑραυομένας κεραίας Aesch. Eum. 527; Pol. 14, 10, 11; Plut. – 2) Fühlhörner, bes. des Krebses, Arist. H. A. 4, 2. 4, 7. – 3) Pfahl, Pallisade, App. B. C. 4, 78; vgl. Pol. 18, 1, 7; δρυὸς δ' ἐτάμοντο κεραίαν Opp. Cyn. 4, 215. – 4) Stangen, Haken, wie eine Art Krahn, Etwas hoch zu heben, an einer Kriegsmaschine; Thuc. 2, 16; Arr. An. 2, 19, 2; Plut. Marcell. 15; Pol. 8, 7. 22, 10. – 5) die Hörner des Mondes, Arat. 785. 790. – 6) die Schenkel des Zirkels, S. Emp. adv. phys. 2, 54. – 7) der Accent über einem Worte oder sonst ein Zeichen, apex, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλϑῃ ἀπὸ τοῠ νόμου N. T.; κεραῖαι γραμμῆς Plut. Num. 13; ζυγομαχεῖν περὶ συλλαβῶν καὶ κεραιῶν non possc 18; auch von Zeichen der Schnellschreiber, γραμμάτων σπαράγμασι καὶ κεραίαις οἱ σπεύδοντες γράφουσι qu. Plat. 7; τὸ διὰ πάσης κεραίας διῆκον πικρόν, was sich in jedem Zuge, von Sylbe zu Sylbe, durchweg ausspricht, D. Hal. de Din. 7. – Bei Paul. Sil. (VI, 75) der aus Horn gemachte Bogen.
-
7 κοῖλος
κοῖλος, äol. κόϊλος, Alcae. Ath. XIV, 627 a, vgl. Ap. Dysc. pron. 371 u. Hdn. π. μ. λ. 21, 2; hohl, ausgehöhlt, dem περίκυρτος entggstzt 8. Emp. adv. math. 7, 307; bei Hom. häufiges Beiwort der Schiffe, hohle, bauchige, geräumige; bei den Sp. ist κοίλη ναῦς der Schiffsbauch, der untere Schiffsraum; τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν μεταβιβάσας Xen. Hell. 1, 6, 19; καταβὰς νυκτὸς εἰς κοίλην ναῦν, διέκοπτε τοῠ πλοίου τὸ ἔδαφος Dem. 32, 5; vgl. Ath. V, 206 c; – νάρϑηξ Hes. O. 52; κοίλη ὁδός, Hohlweg, Il. 23, 419; λιμήν, geräumig, Od. 10, 92; σπέος, 12, 93; λόχος, vom Bauche des trojanischen Pferdes, 4, 277, wie δόρυ 8, 507; νάπη, Pind. I. 3, 11; ἀγυιά, Ol. 9, 37; Κωρυκὶς πέτρα κοίλη Aesch. Eum. 23, von einer Höhle, wie κοίλας πέτρας γὐαλον Soph. Phil. 1070; κάπετος, Ai. 1144; κρατήρ, O. C. 1589; öfter Ἄργος, wie auch Andere es nennen; vgl. Nitzsch zu Od. 4, 1, wo Lacedämon so heißt, tiefliegend, in einem Thale gelegen; so auch κοῖλοι τόποι, tiefe Thalgründe, Pol. 3, 8, 10; τύμβου τάφρον εἰς κοίλην Eur. Alc. 901; in Prosa, ξύλινα ἀγγήϊα κοῖλα Her. 4, 2, σφονδύλῳ κοίλῳ Plat. Rep. X, 616 d; – φλέψ, Hohlader, Eur. Ion 1011; Arist. u. Medic.; auch ἀρτηρία, Poll. 2, 225; – ἄργυρος, hohl gearbeitet, zu Gefäßen verarbeitet, Arist. Oec. 2, 34; χρυσὸς ὁ κοῖλος Luc. Gall. 24; – κοῖλον ἱστίον, das hohle, angeschwellte Segel, Poll. 1, 207; κοίλη καὶ τραχεῖα ϑάλασσα, das hochgehende, angeschwollene Meer, Pol. 1, 60, 6; vgl. κύματι λάβρῳ κοίλης ἁλός Ap. Rh. 2, 595; aber Thuc. 7, 84 ist κοῖλος ποταμός ein Fluß mit hohen Ufern; vgl. κ. ποταμὸς καὶ δύςβατος Pol. 22. 90, 4; dagegen οἱ δὲ ποταμοὶ πάντες ὥςπερ ἀεὶ κοῖλοι καὶ ταπεινοὶ διὰ ϑέρους ἐῤῥύησαν Plut. Cam. 3 vom seichten, das Bett nicht füllenden Wasser; καὶ τεναγίζων Lucull. 24; vgl. Is. et Os. 39 Plat. quaest. 7, 8; so ist auch Ath. IX, 388 a, wie Ael. H. A. 15, 27, τοῠ ποταμοῠ κοίλου ῥ υέντος, vom niedrigen Wasserstande des Nils zu erkl. – Von der Stimme, hohl, Philostr.; – τὸ κοῖλον, die Vertiefung, Höhlung, Bucht, λιμένος Thuc. 7, 52. – Augenhöhle, Arist. H. A. 2, 11 u. A. – Auch die Höhle der Fußsohlen, Medic.; τὸ κοῖλον τοῠ ποδὸς δεῖξαι, die hohle Fußsohle zeigen, d. i. entfliehen, Hesych.; – τὰ κοῖλα, die Weichen, Arist. H. A. 9, 44; auch der Schiffsbauch, App. B. C. 5, 107. – Einen unregelmäßigen superl. κοιλαίτατος führt Schol. Ar. Paz 199 an.
-
8 μετα-σκευάζω
μετα-σκευάζω, anders einrichten; μετασκεύαζε σαυτήν, kleide dich um, Ar. Eccl. 499; νόμον, umändern, Din. 1, 42; Xen. Cyr. 6, 2, 8, wegbringen, wegschaffen, nach einem andern Orte hin; auch im med., μετασκευασάμενοι εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου, Luc. Tox. 57, öfter; μετασκευασάμενος τὸν οἶκον ὅλον, mit seinem ganzen Hause fortziehend, D. Hal. 4, 6; τὰ αὑτοῦ παρά τινα, Xen. Ephes. 5, 13; sich umkleiden, οἰκετικαῖς ἐσϑήσεσι, Polyaen. 6, 49.
-
9 νεῖος
-
10 νη-οῦχος
νη-οῦχος, Schiffe haltend, festhaltend, φύλαξ πλοίου, Hesych.
-
11 ἔδαφος
ἔδαφος, τό (ἕδος), Sitz, Grundlage, Boden; νηός Od. 5, 279; πλοίου Dem. 32, 5, wie Plut. Thes. 19; καϑελόντες εἰς ἔδαφος Thuc. 3, 68, bis auf den Grund zerstören, dem Erdboden gleich machen, κατασκάπτειν εἰς ἔδ. 4, 109; vgl. Pol. 4, 67, 10; Grund u. Boden, περὶ τοῠ τῆς πατρίδος ἐδάφους ἀγωνίζεσϑαι Aesch. 3, 134; ὑπὲρ αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν ἐν κινδύνῳ (Th. Mag. ἐδά-φων), Dem. 26, 11; ϑαλάσσης Arist. H. A. 4, 8; ποταμοῠ Xen. Cyr. 7, 5, 18; Fußboden, Estrich, Ath. XII, 542 d; Poll. 1, 80. – Grundstück, Inscr. I p. 287, 5. – Bei Sp. der Grundtext, Urschrift.
-
12 φορτοστόλος
φορτο-στόλος, πλοίου ἐμπορικοῦ, ein befrachtetes Handelsschiff abschickend
Look at other dictionaries:
πλοίου — πλοί̱ου , πλοῖον floating vessel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ακρόπρωρο — Προτομή ανθρώπου, ζώου ή άλλη γλυπτή παράσταση που τοποθετούσαν από την αρχαιότητα στην πλώρη του ξύλινου πλοίου κάτω από τον πρόβολο ιστό. Χρησίμευε για τη στήριξη του προβόλου αλλά κυρίως για τον στολισμό και ως έμβλημα του πλοίου. Στους… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek