Translation: from greek to english
from english to greekμηλο-μᾰχία
-
1 μηλομαχία
μηλο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλομαχία
-
2 μήλο
appleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μήλο
-
3 γερανομαχία
γερᾰνο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανομαχία
-
4 Γιγαντομαχία
Γῐγαντο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γιγαντομαχία
-
5 γνωσιμαχία
γνωσῐ-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωσιμαχία
-
6 δουλομαχία
δουλο-μᾰχία, ἡ,A servile war, Lyd. Ost.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλομαχία
-
7 ζυγομαχία
ζῠγο-μᾰχία, ἡ,A quarrelling, strife, Aristaenet.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγομαχία
-
8 θεογαμία
θεο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογαμία
-
9 θηριομαχία
θηριο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριομαχία
-
10 θηρομαχία
θηρο-μᾰχία, ἡ,= Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρομαχία
-
11 θυμομαχία
θῡμο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμομαχία
-
12 κενταυρομαχία
κενταυρο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενταυρομαχία
-
13 κολοβομάχη
A the interrupted battle, name for Il.8, Sch.B Il.8 init.; also [suff] κολοβο-μᾰχία, ἡ, Sch.Leid.Il.13.745 in Valck.Animadv.ad Ammon.p.181; cf.κόλος 3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοβομάχη
-
14 κωρυκομαχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωρυκομαχία
-
15 λογομαχία
λογο-μᾰχία, ἡ,A war about words, disputation, 1 Ep.Ti.6.4 (pl.), Porph. ap. Eus.PE14.10; title of Menippean satire by Varro, Nonius p.268 L., Porphyr.ad Hor.Sat.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογομαχία
-
16 μαχαιρομαχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρομαχέω
-
17 μηλοβατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοβατέω
-
18 μηλοβαφής
μηλο-βᾰφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοβαφής
-
19 μηλοβολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοβολέω
-
20 μηλόβοσις
μηλό-βοσις, ἡ, fem. pr.n.,A Sheep-feeder, h.Cer.420.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλόβοσις
Look at other dictionaries:
νησομαχία — νησομαχία, ἡ (Α) πλαστή λέξη τού Λουκιανού, για να δηλώσει μάχη που έγινε ανάμεσα σε νησιά τα οποία δήθεν έπλεαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μηλο μαχία, μυομαχία] … Dictionary of Greek