Translation: from greek to english
from english to greekθῡμο-μᾰχία
-
1 θυμομαχία
θῡμο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμομαχία
-
2 γερανομαχία
γερᾰνο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανομαχία
-
3 Γιγαντομαχία
Γῐγαντο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γιγαντομαχία
-
4 γνωσιμαχία
γνωσῐ-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωσιμαχία
-
5 δημοφθόρος
δημο-φθόρος, ον,A ruining the people, f.l. for θυμο-, Callistr.Stat.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημοφθόρος
-
6 δουλομαχία
δουλο-μᾰχία, ἡ,A servile war, Lyd. Ost.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλομαχία
-
7 ζυγομαχία
ζῠγο-μᾰχία, ἡ,A quarrelling, strife, Aristaenet.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγομαχία
-
8 θεογαμία
θεο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογαμία
-
9 θηριομαχία
θηριο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριομαχία
-
10 θηρομαχία
θηρο-μᾰχία, ἡ,= Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρομαχία
-
11 θυμοβαρής
θῡμο-βᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοβαρής
-
12 θυμοβορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοβορέω
-
13 θυμοβόρος
A eating the heart,θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58
, al.;λύα Alc.Supp.23.10
;Κῆρες A.R.4.1666
; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag. 103 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοβόρος
-
14 θυμοδακής
θῡμο-δᾰκής, ές,A biting the heart,θ. γὰρ μῦθος Od.8.185
;ζάλου κέντρον AP9.77
(Antip. Thess.): in late Prose,μῦθοι Aret.CA1.1
, cf. Jul.Or.2. 96a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοδακής
-
15 θυμοειδής
θῡμο-ειδής, ές,b of horses, mettled, X.Mem.4.1.3; opp. εὐπειθέστατος, Id.Smp.2.10: [comp] Comp., opp. βλακωδέστερος, Id.Eq.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοειδής
-
16 θυμοκατοχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοκατοχέω
-
17 θυμοκάτοχος
θῡμο-κάτοχος, ον,A restraining anger: neut. as Subst., spell for this purpose, PMag.Lond.121.941, PMag. Osl.1.35. PMag.Par.1.467,831;θ. πρὸς βασιλέας PMag.Leid.W.6.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμοκάτοχος
-
18 θυμολέαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμολέαινα
-
19 θυμολεοντοφθόρος
θῡμο-λεοντοφθόρος, ον,A bold enough to slay a lion, PMasp.2iii22 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμολεοντοφθόρος
-
20 θυμολέων
A lion-hearted, of Achilles, Il.7.228, Hes.Th. 1007; of Ulysses, πόσιν ἀπώλεσα θ. Od.4.724; of Hercules, 11.267, cf. Ar.Ra. 1041 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμολέων
Look at other dictionaries:
θυμομαχία — θυμομαχία, ἡ (Α) πεισματώδης μάχη, ορμητική μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μαχία (< μάχος, < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, οδο μαχία] … Dictionary of Greek