Translation: from greek to english
- From greek to:
- English
θύμινον
Look at other dictionaries:
θύμινον — θύμινον, τὸ (Α) [θύμον] μέλι προερχόμενο από θυμάρι, μέλι θυμαρίσιο … Dictionary of Greek
θύμον — θύμον, τὸ και θύμος, ὁ (Α) 1. το φυτό θύμος, το θυμάρι, η θυμαριά, το χαμοδρούμπι 2. θαλάσσιο φυτό 3. μίγμα από θυμάρι, μέλι και ξίδι που συνήθιζαν να τρώνε οι φτωχοί Αθηναίοι 4. (κατά τον Ησύχ.) «θύμον τὸ σκόροδον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I) με τη… … Dictionary of Greek