Translation: from greek to english
- From greek to:
- German
θηρο-μᾰχία
-
1 θηρομαχία
θηρο-μᾰχία, ἡ,= Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρομαχία
-
2 γερανομαχία
γερᾰνο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανομαχία
-
3 Γιγαντομαχία
Γῐγαντο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γιγαντομαχία
-
4 γνωσιμαχία
γνωσῐ-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωσιμαχία
-
5 δουλομαχία
δουλο-μᾰχία, ἡ,A servile war, Lyd. Ost.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλομαχία
-
6 ζυγομαχία
ζῠγο-μᾰχία, ἡ,A quarrelling, strife, Aristaenet.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγομαχία
-
7 θεογαμία
θεο-γᾰμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεογαμία
-
8 θηλυφόνος
θηλυ-φόνος, ον,A killing women: θηλυφόνον, τό, leopard's bane, Aconitum Anthora, Thphr.HP9.18.2, Nic.Al.41, Plin.HN25.122, Dsc.4.76 (v.l. θηρο-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλυφόνος
-
9 θηριομαχία
θηριο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριομαχία
-
10 θηροβολέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροβολέω
-
11 θηρόβορος
θηρό-βορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρόβορος
-
12 θηρόβοτος
θηρό-βοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρόβοτος
-
13 θηρόβρομος
θηρό-βρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρόβρομος
-
14 θηρόβρωτος
A v.l. θηριοβρ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρόβρωτος
-
15 θηρόδηκτος
θηρό-δηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρόδηκτος
-
16 θηροδιδασκαλία
θηρο-δῐδασκᾰλία, ἡ,A taming, training of wild beasts, Man.4.245.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροδιδασκαλία
-
17 θηροδίωξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροδίωξ
-
18 θηροειδής
θηρο-ειδής, ές,A having the forms of wild beasts, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροειδής
-
19 θηροζυγοκαμψιμέτωπος
A = ὁ θῆρας ζυγῶν καὶ κάμπτων τὰ μέτωπα, a word formed as part of a verse containing all the letters, AP9.538.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροζυγοκαμψιμέτωπος
-
20 θηροθήρας
A hunter, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηροθήρας