Translation: from greek to german
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
δῆρις
-
1 δῆρις
δῆρις, ἡ, Kampf, Wettstreit; vielleicht verwandt mit δήιος. Bei Homer zweimal, im accus. δῆριν: Iliad. 17, 158 ἄνδρας οἳ περὶ πάτρης ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔϑεντο; Odyss. 24, 515 υἱός ϑ' υἱωνός τ' ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσιν. – Batr. 4 δῆριν ἀπειρεσίην, πολεμόκλονον ἔργον Ἄρηος; vs. 198 δῆριν ὁρῶντες; Hes. O. 14 πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει; vs. 33 νεί. κεα καὶ δῆριν ὀφέλλοις; Scut. 241 πλέονες δ' ἔτι δῆριν ἔχοντες μάρναντο; vs. 251 Κῆρες δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων; vs. 306 ἀμφὶ δ' ἀέϑλοις δῆριν ἔχον καὶ μόχϑον; Epigr. bei Demosth. Cor. 289 οἵδε πάτρας ἕνεκα σφετέρας εἰς δῆριν ἔϑεντο ὅπλα. – Nominat. δῆρις Aeschyl. Suppl. 412; genit. δήριος Agam. 942. Suid. hat s. v. Δῆρις den genit. δήρεως u. den dativ. δήρει, ohne Belege.
-
2 δῆρις
δῆρις, ἡ, Kampf, Wettstreit
Look at other dictionaries:
δήρις — δῆρις ( ιος) και έως), η (Α) 1. αγώνας, συμπλοκή, μάχη 2. ανταγωνισμός, άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήρις συνδέεται με αρχ. ινδ. dāri «αυτός που ξεσχίζει», το οποίο μαρτυρείται μόνο ως β συνθετικό στο έπος. Ανήκει στα ρηματικά αφηρημένα ουσ. σε ι και η… … Dictionary of Greek
δῆρις — battle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆριν — δῆρις battle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήρει — δή̱ρει , δῆρις battle fem nom/voc/acc dual (attic epic) δή̱ρεϊ , δῆρις battle fem dat sg (epic) δή̱ρει , δῆρις battle fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
der-, heavy basis derǝ-, drē- — der , heavy basis derǝ , drē English meaning: to cut, split, skin (*the tree) Deutsche Übersetzung: ‘schinden, die Haut abziehen, abspalten, spalten” Note: Root der , heavy basis derǝ , drē : “to cut, split, skin (*the tree)”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
πολύδηρις — ὁ, ἡ, Α πολυδήριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δῆρις «μάχη» (πρβλ. δύσ δηρις)] … Dictionary of Greek
φιλόδηρις — ήριος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν οι έριδες, φιλόνικος, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δῆρις «μάχη, ανταγωνισμός» (πρβλ. πολύ δηρις)] … Dictionary of Greek
δήρεις — δή̱ρεις , δῆρις battle fem nom/voc pl (attic epic) δή̱ρεις , δῆρις battle fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
удар — род. п. а, ударить, укр. удар, ударити, др. русск., ст. слав. оударити κρούειν (Остром., Супр.) и. т. д. Связано с деру, драть, раздор, причем отражает и. е. *dōr , ср. греч. δῆρις ж. спор , др. инд. dāras трещина, щель, дыра , dr̥ṇāti… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άδηρις — ἄδηρις ( ιος), ο, η (Α) [δῆρις] ο δίχως μάχη ή αγώνα, αδήριτος* … Dictionary of Greek
δηριώμαι — ( άομαι) (Α) [δήρις] αγωνίζομαι, μάχομαι … Dictionary of Greek