Translation: from greek
- From greek to:
- English
δηρίομαι
-
1 δηρίομαι
1 contend with c. dat.δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.44
-
2 δηρίομαι
δηριάομαι, δηρίομαι ( δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms, τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; less often with words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76,, Il. 12.421.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δηρίομαι
-
3 δηρίομαι
δηρί̱ομαι, δηριάομαιcontend: pres ind mp 1st sg (epic)
Look at other dictionaries:
δηρίομαι — δηρί̱ομαι , δηριάομαι contend pres ind mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδήριτος — ἀδήρητος, ον (Α) [δηρίομαι] 1. ο δίχως μάχη ή αγώνα 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος 3. ακαταμάχητος, ακατανίκητος … Dictionary of Greek
περιδήριτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μάχονται πολλοί, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δήριτος (< δηρίομαι < δῆρις «μάχη, αγώνας διένεξη»)] … Dictionary of Greek