Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
δαφν-ίτης
-
261 ἀρουρείτης
Aμῦς ἀ. Babr.108.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρουρείτης
-
262 ἀρουρίτης
A v. -είτης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρουρίτης
-
263 ἀρωματίτης
A = ἀρωματικός, οἶνος Id.5.54;σχοῖνος Str.16.2.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρωματίτης
-
264 ἀστερίτης
A mythical precious stone, Ptol.Heph. ap. Phot. p.153B., Ps.-Democr.Alch.p.50B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστερίτης
-
265 ἀψινθίτης
ἀψινθ-ίτης [ῑ] οἶνος wineA prepared with wormwood, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀψινθίτης
-
266 ἁγνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁγνίτης
-
267 ἁμαξίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξίτης
-
268 ἁρματίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματίτης
-
269 ἐγκεφαλίτης
4 [suff] ἐγκέφᾰλ-ος, ον, ([etym.] κεφαλή) within the head: as Subst., ἐγκέφαλος (sc. μυελός), ὁ,I brain, Il.3.300, Od.9.458, etc.;τὸν ἐ. σεσεῖσθαι Ar. Nu. 1276
; ὁ ἐ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Pl.Phd. 96b, cf. Arist.Sens. 438b25 (but cf. Metaph. 1013a6).III Διὸς ἐ., prov. of rare and costly food, 'morsel for a king', Ephipp. 13.7, Clearch. 5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκεφαλίτης
-
270 ἐγκρατίτης
A member of the Encratite sect, Cod.Theod.16.5.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρατίτης
-
271 ἐδαφίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐδαφίτης
-
272 ἐθνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθνίτης
-
273 ἐλελισφακίτης
A flavoured with sage, Dsc.5.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλελισφακίτης
-
274 ἐνορμίτης
A in harbour, AP10.2 (Antip. Sid.), 10.14.9 (Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνορμίτης
-
275 ἐντυρίτης
A cheese-cake, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντυρίτης
-
276 ἐπαλξίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαλξίτης
-
277 ἐπιβωμίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβωμίτης
-
278 ἐπιθαλαμίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθαλαμίτης
-
279 ἐρημίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρημίτης
-
280 ἐσχαρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσχαρίτης
Look at other dictionaries:
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek
κανθαρίτης — κανθαρίτης, ὁ (Α) [κανθάρεως] (ενν. οίνος) είδος κρασιού που παρασκευαζόταν από το είδος τού αμπελιού κανθάρεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανθάρεως (ενν. οίνος) + κατάλ. ίτης που απαντά και σε ονομασίες άλλων κρασιών (πρβλ. δαφν ίτης, θαλασσ ίτης)] … Dictionary of Greek
ναρδίτης — ναρδίτης, ὁ (Α) φρ. «ναρδίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
πολυποδίτης — ὁ, Α οίνος αρωματισμένος με το φυτό πολυπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, οδος + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
οροβίτης — ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α) 1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου 2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. δαφν ίτης)] … Dictionary of Greek
ωρίτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που ρυθμίζει τις εποχές τού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. δαφν ίτης)] … Dictionary of Greek