Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
δαφν-ίτης
-
181 σπειρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπειρίτης
-
182 σπληνίτης
A of or due to the spleen,ὑδρωπισμός Diocl.Fr.47
: fem. [suff] σπλην-ῖτης, ιδος, ἡ, φλέψ a bloodvessel of the spleen, Diog.Apoll.6, Hp.Morb.1.26, Ruf.Onom. 200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπληνίτης
-
183 σπογγίτης
A of, in, or like a sponge: only fem. [suff] σπογγ-ῖτις, ιδος, ἡ, of a stone, Plin.HN37.182;βοτάνη Aët.4.25
, prob. in 6.80, 9.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπογγίτης
-
184 σποδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποδίτης
-
185 σταιτίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταιτίτης
-
186 σταφυλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλίτης
-
187 σταχυῖτις
A v.l. -ίτης).II = τριπόλιον, Id.3.106, 4.132 (v.l. -ίτης).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταχυῖτις
-
188 στεάτινος
Aστέαρ 11
) = σταίτινος, Aesop.58:—also [suff] στεατ-ίτης [pron. full] [ῑ] (sc. πλακοῦς), ὁ, Hsch. s.v. πίονες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεάτινος
-
189 στεμφυλίτης
A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: - ίτης,= vinacium, Gloss. -ον, τό, ([etym.] στέμβω) mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake, Ar.Eq. 806: mostly in pl., Hp.Acut.64, Ar.Nu.45 (ubi v. Sch.), Fr. 392;λιπῶσι στεμφύλοις Phryn.Com.38
, cf. Androcl. ap. Arist.Rh. 1400a13, Ath.2.56d.II pl., mass of pressed grapes, Hp.Morb.2.69, Aff.27 (where it seems to be a drink), Lyc.678, PSI6.554.20 (iii B.C.), PCair.Zen.527.8 (iii B.C.);οἶνον ἀπὸ στεμφύλων LXX Nu.6.4
;σταφυλῆς στέμφυλα Arist.Fr. 107
: in sg., Gal.6.576.—Signf. 1 is said to be [dialect] Att. by Phryn.384.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεμφυλίτης
-
190 στεφανίτης
A of or consisting of a crown: σ. ἀγών a contest in which the prize was a crown, X.Mem.3.7.1, Isoc.15.301 (pl.), D.20.141 (pl.), Lycurg.51 (pl.), Ister 60b, Lync. ap. Ath. 13.584c, SIG577.55 (Milet., iii/ii B.C.), OGI231.14 (Magn. Mae., iii/ii B.C.), Plu. 2.820d, etc.; written [suff] στεφᾰν-είτης, IG12(8).190.41 (Samothrace, i B.C.).2 later, of persons, wearing a wreath, as magistrates or as victorious athletes, Supp.Epigr.7.3 (Susa, i B.C.), Sammelb.4224.9 (i B.C.), CIG 2931 ([place name] Tralles), IG14.1054 (Rome, ii A.D.), BSA26.166 (Sparta, ii A.D.).3 σ. φόρος, v.l. for στεφανιτικός, J.AJ12.3.3.II fem. [full] στεφανῖτις, ιδος, for wreaths, μυρσίνη Sch.Il.17.51.2 ἡ ς. (sc. ῥαφή) sutura coronalis, Poll.2.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίτης
-
191 στροβιλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροβιλίτης
-
192 στρωματίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωματίτης
-
193 στυλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στυλίτης
-
194 Συβαρίτης
Συβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, Sybarite, Hdt.5.44, Ar.V. 1427: fem. -ῖτις, ιδος, ib. 1438: as Adj., Συβαρίτιδες εὐωχίαι Sybaritic feastings, Id.Fr. 216;AΣ. λίμνα Theoc.5.146
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Συβαρίτης
-
195 συκίτης
2 sycitis, a fig-coloured gem, Plin.HN37.191.II a Spartan name of Dionysus, Sosib. 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκίτης
-
196 συλλοχίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλοχίτης
-
197 συμμεριστής
A sharer, esp. under a will, BGU600.6 (ii/iii A.D.), cf. Suid. s.v. μερίτην: also [suff] συμμερ-ίτης [pron. full] [ῑ], Sch.rec.A.Th. 508: fem. [suff] συμμερ-ίστρια, Sch.rec.A.Pers. 703.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμεριστής
-
198 συμμορίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμορίτης
-
199 συνεδρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεδρίτης
-
200 συνθιασίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθιασίτης
Look at other dictionaries:
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek
κανθαρίτης — κανθαρίτης, ὁ (Α) [κανθάρεως] (ενν. οίνος) είδος κρασιού που παρασκευαζόταν από το είδος τού αμπελιού κανθάρεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανθάρεως (ενν. οίνος) + κατάλ. ίτης που απαντά και σε ονομασίες άλλων κρασιών (πρβλ. δαφν ίτης, θαλασσ ίτης)] … Dictionary of Greek
ναρδίτης — ναρδίτης, ὁ (Α) φρ. «ναρδίτης οἶνος» οίνος αρωματισμένος με νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος «είδος αρωματικού λαδιού» + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
πολυποδίτης — ὁ, Α οίνος αρωματισμένος με το φυτό πολυπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, οδος + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
οροβίτης — ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α) 1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου 2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα ίτης (πρβλ. δαφν ίτης)] … Dictionary of Greek
ωρίτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που ρυθμίζει τις εποχές τού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + επίθημα ίτης* (πρβλ. δαφν ίτης)] … Dictionary of Greek