Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
γερᾰνο-πόδιον
-
1 γερανοπόδιον
A = λυχνίς, Ps.-Dsc.3.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοπόδιον
-
2 πόδιον
πόδιονfoot: neut nom /voc /acc sg -
3 πόδιον
-
4 ποδίοις
πόδιονfoot: neut dat pl -
5 ποδίων
πόδιονfoot: neut gen pl -
6 πόδι'
πόδια, πόδιονfoot: neut nom /voc /acc plπόδιαι, ποδίαfem nom /voc pl -
7 πόδια
πόδιονfoot: neut nom /voc /acc pl -
8 γερανοβοσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοβοσία
-
9 γερανοβωτία
γερᾰνο-βωτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοβωτία
-
10 γερανογέρων
A = γεράνιον, Ps.-Dsc.3.116.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανογέρων
-
11 γερανομαχία
γερᾰνο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανομαχία
-
12 γυμνοπόδιον
γυμνο-πόδιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνοπόδιον
-
13 δασυπόδιον
A = ἴον πορφυροῦν, Ps. ¯ Dsc.4.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασυπόδιον
-
14 καμηλοπόδιον
κᾰμηλο-πόδιον, τό,A = πράσιον, Ps.-Dsc.3.105.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλοπόδιον
-
15 κλινοπόδιον
κλῑνο-πόδιον, τό, an aromatic herb, the leaves of which areA like the feet of a bed, Calamintha Clinopodium, horse-thyme, Dsc. 3.95, Gal.12.30, Plin.HN24.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινοπόδιον
-
16 κορωνοπόδιον
A PMag. Osl.1.283.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορωνοπόδιον
-
17 κυνοπόδιον
κῠνο-πόδιον, τό,A = πολύγονος, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοπόδιον
-
18 λεοντοπόδιον
λεοντο-πόδιον, τό, = foreg., Dsc.3.96;A = ζῳόνυχον, Ps.- Dsc.4.133.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντοπόδιον
-
19 μελαμπόδιον
μελαμ-πόδιον, τό,A = ἐλλέβορος μέλας, Thphr.HP9.10.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελαμπόδιον
-
20 τριημιπόδιον
τρῐημῐ-πόδιον, τό,A a foot and a half, X.Oec.19.4, 5:—as Adj. [suff] τρῐημῐ-πόδιος, ον, a foot and a half long, IG12.372.12, 373.15, 22.1668.28, 1682.9, 7.4255.20 ([place name] Oropus); also [suff] τρῐημῐ-ποδιαῖος, α, ον, Inscr.Délos 1416 A i85 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριημιπόδιον