Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
γερᾰνο-βωτία
-
1 γερανοβωτία
γερᾰνο-βωτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοβωτία
-
2 κιβώτια
κῑβώτια, κιβώτιονbox: neut nom /voc /acc pl -
3 γερανοβοσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοβοσία
-
4 γερανογέρων
A = γεράνιον, Ps.-Dsc.3.116.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανογέρων
-
5 γερανομαχία
γερᾰνο-μᾰχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανομαχία
-
6 γερανοπόδιον
A = λυχνίς, Ps.-Dsc.3.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερανοπόδιον
-
7 χηνοβωτία
χηνο-βωτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χηνοβωτία
Look at other dictionaries:
χηνοβωτία — και χηνοβοτία, ἡ, Α η χηνοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοτία / βωτία (< βότης/ βώτης < βόσκω), πρβλ. γερανο βωτία, ὀρφο βοτία] … Dictionary of Greek