Translation: from greek
- From greek to:
- German
αἰψηρο-κέλευθος
-
1 αἰψηρο-κέλευθος
αἰψηρο-κέλευθος, schnell wandelnd, Boreas, Hes. Th. 379.
Look at other dictionaries:
λοξοκέλευθος — λοξοκέλευθος, ον (Α) λοξός, πλάγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. αιψηρο κέλευθος, ρηξι κέλευθος)] … Dictionary of Greek