Translation: from greek to english
- From greek to:
- All languages
- English
- German
- Russian
Δάφνις
-
1 Δαφνίς
Δαφνίςbayberry: fem nom sg -
2 Δάφνις
Δάφνιςfem nom sg -
3 δαφνίς
A bayberry, Hp.Morb.2.13, Nat.Mul.33, Thphr.HP1.11.3.
Look at other dictionaries:
Δαφνίς — bayberry fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη που κατοικούσε στα όρη των Δελφών. Κατά τον Αισχύλο η Γαία χρησμοδοτούσε αρχικά στο Μαντείο των Δελφών και η Δ. υπήρξε η πρώτη προμάντης και αντιπρόσωπός της. * * * δαφνίς, η (Α) [δάφνη] 1. ο καρπός τής δάφνης 2. η δάφνη … Dictionary of Greek
Δάφνις και Χλόη — Βουκολικό μυθιστόρημα που πιθανολογείται ότι γράφτηκε τον 2οαι. ή κατά άλλους τον 4ο ή 5ο αι. Αποτελείται από τέσσερα βιβλία και αποδίδεται στον Λόγγο (βλ. λ.). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε παραλία της Λέσβου, όπου οι βοσκοί Λάμων και Δρύας… … Dictionary of Greek
Δαφνίδων — Δάφνις fem gen pl Δαφνίς bayberry fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαφνίδα — Δαφνίς bayberry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαφνίδας — Δαφνίς bayberry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαφνίδες — Δαφνίς bayberry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαφνίδι — Δαφνίς bayberry fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαφνίδος — Δαφνίς bayberry fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαφνίδων — δαφνίς bayberry fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)