Translation: from greek to russian
from russian to greekτροφή
-
1 τροφη
дор. τροφά (ᾱ) ἥ1) еда, пища, средства пропитания Her., Soph., Eur., Thuc., Plat.ἥ ἐμέ τ. Soph. — средство, которым я добываю себе пропитание, т.е. лук со стрелами2) образ жизни, поведение3) вскармливание(τ. τε καὴ παιδεία Plat.)
ἐν τροφαῖσιν Aesch. — в младенческом возрасте4) выращивание, воспитание Trag., Plat., Arst.6) отпрыск, потомствоΚάδμου τ. Soph. — потомки Кадма, т.е. фиванцы;
ἀρνῶν τροφαί Eur. — бараний приплод, т.е. ягнята -
2 τροφή
{сущ., 16}еда, пища, средства пропитания.Ссылки: Мф. 3:4; 6:25; 10:10; 24:45; Лк. 12:23; Ин. 4:8; Деян. 2:46; 9:19; 14:17; 27:33, 34, 36, 38; Евр. 5:12, 14; Иак. 2:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροφή
-
3 τροφή
{сущ., 16}еда, пища, средства пропитания.Ссылки: Мф. 3:4; 6:25; 10:10; 24:45; Лк. 12:23; Ин. 4:8; Деян. 2:46; 9:19; 14:17; 27:33, 34, 36, 38; Евр. 5:12, 14; Иак. 2:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τροφή
-
4 τροφὴ
пищаτροφήΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφὴ
-
5 τροφή
пищаτροφὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφή
-
6 τροφή
η1) пища; питание; 2) продовольствие, съестные припасы -
7 τροφή
еда, пища, средства пропитания.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τροφή
-
8 τροφή
-
9 τροφή
[трофи] ουσ θ питание, пища,корм.
Look at other dictionaries:
τροφή — τροφή, η και θροφή, η με ό, τι τρέφεται κανείς, τρόφιμο, φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφή — nourishment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek
τροφῇ — τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse pres ind mp 2nd sg τροφέω serve as a wet nurse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφή — [трофи] ουσ. Θ. питание, пища,корм … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
τροφῆ — τροφεύς one who brings up masc nom/voc/acc dual τροφεύς one who brings up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφῆι — τροφῇ , τρέφω thicken pres subj mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg (epic) τροφῇ , τρέφω thicken pres subj act 3rd sg (epic) τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres subj mp 2nd sg τροφῇ , τροφέω serve as a wet nurse pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρί — Τροφή η οποία προέρχεται από το γάλα, μετά από μια διαδικασία ωρίμανσης, που συντελείται με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μικροβίων, κυρίως βακτηρίων, που προκαλούν τις διάφορες ζυμώσεις. Υπάρχουν, γενικά δύο είδη τ.: τα μαλακά και τα σκληρά. Η… … Dictionary of Greek
τροφαῖς — τροφή nourishment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσι — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφαῖσιν — τροφή nourishment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)